Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οξύτονος -η -ο [oksítonos] Ε5 : 1. (γραμμ.) α. (στο μονοτονικό σύστημα) για λέξη που τονίζεται στη λήγουσα. β. (στο πολυτονικό σύστημα) για λέξη που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία. 2. (μετρ.) στίχος με τονισμένη την τελευταία συλλαβή του.
[λόγ. < ελνστ. ὀξύτονος, αρχ. σημ.: `με διαπεραστικό άκουσμα΄]