Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ένοπλος, επίθ.
-
- Οπλισμένος:
- (Δούκ. 33525).
[αρχ. επίθ. ένοπλος. Η λ. και σήμ.]
- Οπλισμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ένοπλος -η -ο [énoplos] Ε5 γεν. πληθ. και ενόπλων : α.(για πρόσ.) που φέρει όπλο ή όπλα· (πρβ. οπλισμένος): Ένοπλοι φρουροί / πολίτες / ληστές / αστυνομικοί. || (για ομάδες, οργανώσεις κτλ.): Ένοπλες ομάδες / συμμορίες. || Οι ένοπλες δυνάμεις μιας χώρας, το σύνολο των χερσαίων, ναυτικών και αεροπορικών στρατιωτικών δυνάμεων. H ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Aσφαλείας. || (ως ουσ.) ο ένοπλος, οπλοφόρος: Συμμορίες ενόπλων. β. για πράξη που γίνεται με χρήση όπλων: Ένοπλη ληστεία / επίθεση / αντίσταση.
ενόπλως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἔνοπλος· λόγ. < ελνστ. ἐνόπλως]