Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ένδον [énδon] επίρρ. : (λόγ.) στην έκφραση εκ των ~, από τα μέσα, από εσωτερικούς παράγοντες: Tο κυβερνητικό πρόγραμμα υπονομεύεται εκ των ~, από πρόσωπα της κυβέρνησης.
[λόγ. < αρχ. ἔνδον]
[Λεξικό Κριαρά]
- ένδον, επίρρ.· ένδο· έντον.
-
- α) Μέσα:
- ήλθε το μιαρόν ποντίκιν ένδον γαρ εις την οικίαν (Χρησμ. VΙΙ 4)·
- β) (μεταφ.) μέσα, εσωτερικά:
- πάντα μας τα κρυπτά ένδον της τα φυλάττει (Διγ. Z 1016)·
- γ) έκφρ. τα ένδον = το εσωτερικό:
- ένθεν κατεμπύριζεν τα ένδον της Τρωάδος (Βυζ. Ιλιάδ. 29).
[αρχ. επίρρ. ένδον]
- α) Μέσα: