Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιβουλή η [epivulí] Ο29 : το να σκέφτεται ή να σχεδιάζει κάποιος κρυφά ή ύπουλα κτ. κακό για κπ. ή για κτ.: ~ κατά της ζωής / της υπόληψης κάποιου.
[λόγ. < αρχ. ἐπιβουλή]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιβουλή η· ’πιβουλή, (Αλεξ. 2416).
-
[αρχ. ουσ. επιβουλή. Τ. ’πιβουλή σήμ. ιδιωμ. (Μπασέα-Μπεζαντάκου 1996: 215). Η λ. και σήμ.]