Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξοπίσω, επίρρ.· αξοπίσω· ’ξεπίσω· ξοπίσω· οξοπίσω.
-
- Α´ Τοπ.
- 1)
- α) Πίσω:
- (Ερωφ. Δ´ 90)·
- β) στο πίσω μέρος:
- Πρασινορόδινος αετός στην σέλαν εξοπίσω (Διγ. Esc. 15)·
- γ) από πίσω, από το πίσω μέρος:
- δύο κοντάρια … κρούσιν τον εξοπίσω (Ιμπ. 355)·
- (ως πρόθ.):
- (Τριβ., Ταγιαπ. 198).
- α) Πίσω:
- 2) Φρ.
- α) στρέφω την τύχη ξοπίσω = μεταστρέφω, αλλάζω την τύχη:
- (Ερωφ. Α´ 649)·
- β) σέρνομαι ξοπίσω = παραιτούμαι, «κάνω πίσω»:
- (Ερωφ. Αφ. 46)·
- γ) γυρίζω ξοπίσω = επανορθώνω:
- (Ερωφ. Ε´ 276).
- α) στρέφω την τύχη ξοπίσω = μεταστρέφω, αλλάζω την τύχη:
- 1)
- Β´ Χρον.
- 1) Αμέσως μετά από κ.:
- Χαίρομαι το μαντάτο σου, γιατί … οξοπίσω θα ξετελειώσω (Στάθ. Α´ 231)·
- (ως πρόθ.):
- Σαν οξοπίσω τση βροντής, που ανεμική … έρθει (Ερωτόκρ. Β´ 1997).
- 2) Φρ. θυμάμαι ξοπίσω = (προκ. για ξενιτεμένο) θυμούμαι την πατρίδα:
- (Αλφ. ξεν. Αθ. 24).
- 1) Αμέσως μετά από κ.:
[αρχ. επίρρ. εξοπίσω. Ο τ. αξο‑ και σήμ. κρητ. Ο τ. οξο‑ και σήμ. ποντ. Ο τ. ξο‑ και σήμ.]
- Α´ Τοπ.