Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσκοπος -η -ο [áskopos] Ε5 : 1.που γίνεται χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, που δεν έχει κάποια σκοπιμότητα: Tα πολλά λόγια είναι άσκοπα. Mην κάνεις άσκοπες κινήσεις / δαπάνες. Είναι άσκοπο να προσπαθείς να με πείσεις. 2. που δε φέρνει αποτέλεσμα, που είναι μάταιος: Δυστυχώς όλες οι προσπάθειές μας ήταν τελικά άσκοπες.
άσκοπα & (λόγ.) ασκόπως ΕΠIΡΡ: Περιφέρεται ~ στους δρόμους. ~ πήγαν τόσοι κόποι. [λόγ. < ελνστ. ἄσκοπος, αρχ. σημ.: `αστόχαστος΄· λόγ. < ελνστ. ἀσκόπως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσκοπος, -η, -ο [áskopos]
- aimless, purposeless, pointless (syn ασκόπευτος 2, άστοχος 3b, near-syn άχρηστος, ant σκόπιμος):
- άσκοπη επανάληψη, καταστροφή, περιπλάνηση, προσπάθεια, σπατάλη |
- άσκοπες κινήσεις, κουβέντες |
- άσκοπο κουτσομπολιό, ταξίδι |
- milit άσκοπο πυρ desultory fire |
- το θεωρώ άσκοπο να συνεχίσω I see no point in continuing |
- θεωρούν τον πόλεμο άσκοπη περιπέτεια (Chatzinis) |
- πολλές αυτοθυσίες στην ιστορία .. μας φαίνονται ανόητες και άσκοπες (Lambridi) |
- θεωρεί πως δεν είναι .. άσκοπο να στιχουργήσει τους αρχαίους μύθους σε δημοτική (Dimaras) |
- επιβαρύνεται με περιττές δαπάνες με τη μορφή άσκοπης απασχολήσεως και καθυστερήσεως (PSolomos) |
- poem σε σένα βρήκεν η άσκοπη ζωή μου το σκοπό της (Zotos)
[fr postmed (Somavera), MG άσκοπος ← K, cpd w. σκοπός]
- aimless, purposeless, pointless (syn ασκόπευτος 2, άστοχος 3b, near-syn άχρηστος, ant σκόπιμος):