Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Άρειος ο [ários] Ο20α : φανταστικός κάτοικος του πλανήτη Άρη· Aρειανός.
[λόγ. < αρχ. Ἄρειος `αφοσιωμένος στο θεό Άρη, πολεμικός΄ σημδ. γαλλ. Martien & αγγλ. Martian κατά το όν. του πλανήτη Άρη]
[Λεξικό Κριαρά]
- άρειος, επίθ.· αρείος, (Kορων., Mπούας 36).
-
[αρχ. επίθ. άρειος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρειος s. also άριος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άρειος [ários] ο, (sp. also Άριος) Christ relig
- name of Alexandrian priest, founder of the Arian heresy who according to folk-tradition was punished by God by having his guts spilled out:
- ήρθε και ψυχομαράθηκε· σούρωσε σαν τον Άρειο (Karkavitsas) [fr PatrG ‰Aρειος ← AG, der of ‰Aρης]. Cf άρειος
- name of Alexandrian priest, founder of the Arian heresy who according to folk-tradition was punished by God by having his guts spilled out:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρειος [ários] ο, (sp. also Άρειος) (L)
- inhabitant of the planet Mars, Martian (syn αρειανός4):
- φαντάζονται υπερφυσικούς τους ενδεχόμενους άρειους, μονόματους ή πολυόμματους (Panagiotop) |
- οι άρειοι, αμπαρωμένοι στις αλουμίνινες στολές τους, πάγωναν με το ξαφνικό γύρισμα της τύχης (Koumantareas)
[fr kath άρειος, substantiv. m of K, AG ἄρειος 'pertaining to Ares']
- inhabitant of the planet Mars, Martian (syn αρειανός4):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Άρειος -α -ο [ários] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο θεό Άρη· μόνο στο ~ Πάγος: α. ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο που λειτουργεί σήμερα στην Ελλάδα. || ο χώρος όπου στεγάζεται αυτό το δικαστήριο. β. (ιστ.) ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Aθήνας.
[λόγ. < αρχ. Ἄρειος πάγος (αρχική σημ.: λόφος αφιερωμένος στο θεό Άρη)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άρειος Πάγος [ários páγos] ο, (L)
- ① topon name of hill in Athens west of the Acropolis, Areopagus:
- οι Aθηναίοι παρακολουθούν τον Παύλο, όταν κηρύσσει από τον Άρειο Πάγο (Stasinop) |
- έφτασαν στην πλατειούλα του Aρείου Πάγου κι αντίκρυσε το αρχιτεκτονικό θεώρημα των Προπυλαίων (Karagatsis)
- ⓐ AG law name of tribunal in ancient Athens dealing w. capital crimes, Areopagus:
- ο ~, δικαστήριο παλαιότατο, ήταν εις τη μέση της πόλεως απάνω εις έναν λόφο (Demetrieis)
- ② name of supreme governing body of Greece during the first years of the War of Independence:
- στάθηκε στην αρχή του αγώνα από τους ιδρυτές του Aρείου Πάγου, της Γερουσίας δηλαδή της Aνατολικής Στερεάς (Petsalis)
- ③ law highest court of appeals, Supreme Court:
- πήγε μέχρι τον Άρειο Πάγο, για να βρει το δίκιο του |
- οι κοινοί θεατές σε τελευταία ανάλυση αποτελούν τον Άρειο Πάγο του θεάτρου (Athanasiadis-N)
[fr kath Άρειος Πάγος ← Attic ἄρειος; Άρειος πάγος K, AG 'rock of Ares' and Aρειοπαγίτης; cf Mycen. are (dative), whence adj arejo ← ἄρειος]
- ① topon name of hill in Athens west of the Acropolis, Areopagus: