Παράλληλη αναζήτηση
60 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνευ [ánef] πρόθ. : (λόγ.) σε στερεότυπες εκφορές με γενική· χωρίς, δίχως: Yπουργός ~ χαρτοφυλακίου*. Παραδόθηκαν ~ όρων. H ~ όρων ένταξη. (έκφρ.) ~ προηγουμένου*. ~ λόγου* (και αιτίας). ~ αποδοχών*. (απαρχ.) εκ των ων ουκ ~, για κτ. εντελώς απαραίτητο. || (προφ.) με επιρρηματική χρήση· χωρίς: Ο καφές σου με ζάχαρη ή ~; Θα πάρει άδεια μετ΄ αποδοχών ή ~;
[λόγ. < αρχ. ἄνευ]
[Λεξικό Κριαρά]
- άνευ, πρόθ. — σύνδ.· άνευα· ανεύα.
-
- Α´ Πρόθ. (μετά καταφ. και αρνητ. πρόταση· με γεν. ή αιτιατ. ή το να + υποτ. ή απαρέμφ.) χωρίς:
- (Aσσίζ. 38520, 13011)·
- ένι κρατούμενη να του στρέψει τίποτες άνευ να θελήσει (Aσσίζ. 41416)·
- απεθαίνει άνευ διαθήκην ποιήσαι (Aσσίζ. 1316).
- Β´ Σύνδ. (μετά αρνητ. πρόταση.· ενίοτε με τον υποθ. αν ή τον και) εκτός (αν), παρά μόνον, αλλά:
- (Aσσίζ. 38317)·
- ουδέν εδιήρκεσεν πολλά άνευ κι ημέρες δύο (Xρον. Mορ. H 9104· Aσσίζ. 47721).
[αρχ. πρόθ. άνευ. O τ. άνευα και σήμ. ποντ.]
- Α´ Πρόθ. (μετά καταφ. και αρνητ. πρόταση· με γεν. ή αιτιατ. ή το να + υποτ. ή απαρέμφ.) χωρίς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνευ [ánef] prep (L) always w. gen
- without (syn δίχως, πλην, χωρίς, ant με):
- ~ λόγου (syn αδικαιολόγητα) |
- παρεδόθη ~ όρων unconditionally |
- ~ αδείας, αξίας, αναβολής, αποδοχών, επιφυλάξεων, εργασίας, ευθύνης |
- ~ προηγουμένου without precedent |
- ~ χρημάτων |
- υπουργός ~ χαρτοφυλακίου minister without portfolio |
- ήταν επικεφαλής τών ~ ιερέων ιεροτελεστιών (Melas) |
- από κράτος αναλφαβήτων έγινε το ~ αναλφαβήτων κράτος (Athanasiadis-N) |
- αυτά τα στοιχεία είναι αδύνατο να αξιοποιηθούν ~ του υπερρεαλισμού (EIR Taxidia) |
- poem κ' ευθύς στο νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν, | με την απαίτηση να εκτελεσθούν ~ αναβολής (Kavafis) |
- .. θέρος εγκαταστήθηκε απλανές, ~ στοργής, ~ εικόνων (Papatsonis)
[fr kath ← MG άνευ ← AG]
- without (syn δίχως, πλην, χωρίς, ant με):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνευ όρων [ánef óron] adv phr (L)
- without conditions, unconditionally:
- παραδόθηκαν ~~ |
- δέχτηκε τη συνεργασία ~ ~ |
- έγινε μια ~ ~ συμφωνία
[fr kath]
- without conditions, unconditionally:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνευ προηγουμένου [ánef proiγuménu] adj phr (L)
- without precedent, unparalleled (near-syn απαράμιλλος, ασύγκριτος, πρωτάκουστος):
- συναγωνισμός ~~ |
- επιτυχία ~ ~ |
- νίκη, πράξη, συμπεριφορά ~ ~ |
- η συγκέντρωση ήταν ασύγκριτη, ~ ~ |
- σταματημένη και η συγκοινωνία και ένα στρίμωγμα ~ ~ (Petsalis) |
- για να τον συλλάβουν θα γίνει ενα ανθρωποκυνηγητό ~ ~ (id.) |
- οι πιστώσεις είχαν ως αποτέλεσμα έναν ~ ~ πληθωρισμό (Angelop)
[fr kath άνευ προηγουμένου]
- without precedent, unparalleled (near-syn απαράμιλλος, ασύγκριτος, πρωτάκουστος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεύγενος, -η, -ο [anévyenos] (L)
- impolite, rude (syn L αγενής, ant ευγενικός):
- ~ άνθρωπος |
- ήταν γρουσουζιά ν' ακουστεί, εκείνη την ώρα, ~ λόγος (ChZalokostas)
[cpd of pref αν- & ευγενής]
- impolite, rude (syn L αγενής, ant ευγενικός):
[Λεξικό Κριαρά]
- άνευθεν, πρόθ.
-
- Xωρίς:
- (Xρον. Mορ. P 2015).
[<πρόθ. άνευ αναλογ. με επιρρ. σε ‑θεν]
- Xωρίς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεύθυνα [anéfθina] adv (L)
- ① unaccountably, irresponsibly (syn χωρίς ευθύνη, ant υπεύθυνα):
- αναπολεί τα χρόνια που ζούσε ασύνειδα, αμέριμνα, ~ (Papanoutsos) |
- πώς μπορεί να είναι σωστό πράγμα η μοναρχία όταν έχει ο ένας το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει ~; (Ploritis) |
- αρκετά ζήσαμε ~ σαν άτομα και σαν σύνολο μέσα στην ευρωπαϊκή κοινωνία (Charis)
- ② without the proper responsibility, irresponsibly (ant υπεύθυνα):
- ενεργεί, ζει ~ |
- φέρεται εντελώς ~ |
- εκφράζει ~ απόψεις άλλων |
- απλές εικασίες ή ευσεβείς πόθοι, φόβοι ή προσδοκίες, φημολογούνται ~ σαν πραγματικές ειδήσεις (Vranousis) |
- ο ανυπόφορος μιμητισμός αναμασούσε ~ τους πιο αυθεντικούς ποιητές μας (Chatzinis)
[der of ανεύθυνος2; cf kath ανευθύνως]
- ① unaccountably, irresponsibly (syn χωρίς ευθύνη, ant υπεύθυνα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεύθυνο [anéfθinο] το, (L)
- ① unaccountability, irresponsibility (syn ανευθυνότητα 1, ant υπευθυνότητα):
- το ~ του θεού |
- η άποψη του ανεύθυνου της θεότητας κορυφώνεται στον Πλάτωνα (Dragona-M) |
- το ~ του προέδρου της δημοκρατίας |
- μιλά για τον πειρασμό του ανεύθυνου που δοκιμάζουν από κληρονομικότητα οι πιο πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων (Fteris)
- ② irresponsibility (syn ανευθυνότητα 2, ant υπευθυνότητα):
- τον χαρακτηρίζει το ~ των πράξεών του
[substantiv. n of ανεύθυνος2]
- ① unaccountability, irresponsibility (syn ανευθυνότητα 1, ant υπευθυνότητα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανευθυνοκρισία [anefθinokrisía] η, (L)
- irresponsible judgment or opinion:
- χαρακτηρίζεται από ~ |
- τρέπεται προς την ~ και προς την ανευθυνολογία, με αποτέλεσμα σιγά σιγά να γίνει ένα πλάσμα απερίσκεπτο και ανεδαφικό (Papanoutsos)
[neol (kath), cpd of AG ἀνεύθυνος & combin. form -κρισία (: κρίνω)]
- irresponsible judgment or opinion: