Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαβαστρένιος -α -ο [alavastrénos] Ε4 : αλαβάστρινος.
[μσν. αλαβαστρένιος < αλάβαστρ(ον) -ένιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαβαστρένιος, -α, -ο [alavastrénjos]
- ① made of alabaster, alabastrine, alabaster (adj) (syn αλαβάστρινος 1):
- poem τα γιασεμιά, που ζήσανε χιονάτα μια στιγμή | στο αλαβαστρένιο ανθόβαζο, δεν είναι πια (Palam) |
- σ' αλαβαστρένια γάστρα ολογιομάτη | απ' αγνή ντόπια γη μοσκομυρίζει (id.)
- ② fig resembling alabaster, smooth and white like alabaster, alabastrine, alabaster (syn αλαβάστρινος 2):
- χέρια αλαβαστρένια |
- folks. στηθάκια αλαβαστρένια, βυζάκια στρογγυλά (Legrand) |
- poem πλήθος μαλλιά κυμάτιζαν | στο αλαβαστρένιο σώμα (Markoras) |
- τηρά εκεί στ' αλαβαστρένιο σου ποδάρι | πεταλούδα ωραία ζυγώνει (Mavilis) |
- κάτου από την αμυγδαλιά καθόσουν συ, Mαρία, | με τα μαλλιά τετράξανθα, μ' αλαβαστρένιο θώρι (id.)
- ⓐ fragile (like alabaster):
- το ταξίδι θα της ήτο ... επικινδυνότερο για την αλαβαστρένια της υγεία από το εφτάωρο επάνω στο μουλάρι σταύρωμα (Palam)
[der of αλάβαστρο ← AG ἀλάβαστρον (bes η -στρος) οr possibly fr MG *αλαβαστρέινος]
- ① made of alabaster, alabastrine, alabaster (adj) (syn αλαβάστρινος 1):
[Λεξικό Κριαρά]
- αλάβαστρη η.
-
- Aλάβαστρο:
- πέτρες λεγάμενες αλάβαστρες (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 119v).
[μτγν. ουσ. αλάβαστρος η. Αρσ. ‑ος και ουδ. ‑ο σήμ.]
- Aλάβαστρο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαβάστρινος -η -ο [alavástrinos] Ε5 : α.κατασκευασμένος από αλάβαστρο: Aλαβάστρινη κοσμηματοθήκη. Aλαβάστρινα κομψοτεχνήματα. β. (μτφ.) λευκός και λείος σαν από αλάβαστρο: Tα ολόξανθα μαλλιά της έπεφταν πάνω στους αλαβάστρινους ώμους της.
[λόγ. < ελνστ. ἀλαβάστρινος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαβάστρινος, -η, -ο [alavástrinos]
- ① made of alabaster, alabastrine, alabaster (adj) (syn αλαβαστρένιος 1):
- αλαβάστρινα αγγεία |
- πρόχους αλαβάστρινη συναρμολογημένη από χωριστά κομμάτια (ASakellariou) |
- ο ~ θρόνος της Kνωσού (SAlexiou) |
- αλαβάστρινο άγαλμα, ~ κούρος |
- βλέπεις τον αλαβάστρινο τούτον Bούδα κι ο νους σου ξεχειλίζει βεβαιότητα (Kazantz) |
- αλαβάστρινοι μαργαρίτες |
- αλαβάστρινο γυαλί |
- ένα αλαβάστρινο σκέπασμα με βασιλικό έμβλημα (Varelas) |
- μια πλατιά ταινία από πλάκες αλαβάστρινες με ανάγλυφη διακόσμηση από ρόδακες και ανθέμια (Papachatzis) |
- καθώς το μύρο που χύνεται από το αλαβάστρινο σκεύος της Mαγδαληνής (Palam) |
- οστεοθήκες αλαβάστρινες για τους πλουσίους (Sfakianakis) |
- πάτιος μ' αλαβάστρινες δεξαμενές κι αραβουργήματα (Ouranis) |
- poem αλλά στην αίθουσα την αλαβάστρινη που κλείνει | των Aηνοβάρβων το αρχαίο λαράριο (Kavafis) |
- κρίνα ευωδιάζουν απαλόσαρκα | μεσ' σε αλαβάστρινο κρατήρα (Melachrinos)
- ② fig smooth and white like alabaster, alabastrine (syn αλαβαστρένιος 2a):
- αλαβάστρινα χέρια |
- αλαβάστρινο στήθος |
- λαιμός ~ snow-white neck |
- ώμοι αλαβάστρινοι |
- αλαβάστρινο σώμα |
- ο Γιαννόπουλος ήταν ένας ωραιότατος νέος, λεβέντης κυπαρισσόκορμος, ~ (Melas) |
- το μπράτσο του σφιχτοδεμένο και αλαβάστρινο (KPolitis) |
- poem σαν κρασί κερασμένο από τη νιότη | στ' αλαβάστρινο σκεύος του κορμιού σου (Palam) |
- τα κρίνα τ' αλαβάστρινα του Aπρίλη θυμιατήρια (id.) |
- περπατεί με πολύτιμα πέδιλα, μ' αλαβάστρινα πόδια (Karelli)
[fr K, PatrG ἀλαβάστρινος]
- ① made of alabaster, alabastrine, alabaster (adj) (syn αλαβαστρένιος 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλάβαστρο το [alávastro] Ο42 & αλάβαστρος ο [alávastros] Ο19 : α.λευκός ημιδιαφανής λίθος που χρησιμοποιείται στην κατασκευή κοσμημάτων και κομψοτεχνημάτων: Πλάκες από ~ με ανάγλυφη διακόσμηση. β. μυροδοχείο ή άλλο αντικείμενο από αλάβαστρο. || άρωμα, μύρο σε αλαβάστρινο δοχείο.
[λόγ. < ελνστ. ἀλάβαστρον τό, αρχ. ἀλάβαστρος ὁ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάβαστρο [alávastro] το, (& rarely [also Kazantz] αλάβαστρος, ο)
- ① alabaster (syn λιθομάργαρο):
- βάζο αλαβάστρου (Christianop) |
- άγαλμα απ' ~ |
- έβλεπες το μέτωπό της να γίνεται παράξενα φεγγερό σαν κομμένο σε φτενό ~ (Terzakis) |
- λαβές από ~ και ελεφαντοστούν (Penteas) |
- διακρινόταν ολοένα και περισσότερο στα γεωμετρικά της σχήματα σαν καμωμένη από ωχρορόδινο ~ η ποθητή, η νοσταλγημένη γενέτειρα (Kokkinos) |
- poem όπως μοιάζεις σα σε λάκκα χαραγμένη, | σαν σε αλάβαστρον απάνω σκαλιστή (Malakasis) |
- ν' ανοίξω ομπρός σου την καρδιά, σα μυρεψός τ' ~ των μύρων (Barlas) |
- αγαπημένη, | μην κλαις, μα σίμωσε και δος μου | το χέρι σου τ' ~ (Karyotakis)
- ⓐ synecd alabaster image (syn αλαβάστρινο ομοίωμα):
- έτσι χυμάς και συ μέσα στον ~ τούτον (sc τον αλαβάστρινο Bούδα) και χάνεσαι (Kazantz)
- ⓑ miner αλάβαστρον ασβεστολιθικόν calcareous alabaster
- ② alabaster ointment jug or scent bottle (syn μυροδοχείο):
- το αντικείμενο δεν είναι τόσο μακρουλό, ώστε να το ταυτίσουμε με ένα ~ (Bakalakis) |
- folks. η άμπαρη ξεθύμανε κι έσπασε τ' ~ (Theros) |
- poem ν' ανοίξω ομπρός σου την καρδιά, σα μυρεψός τ' ~ των μύρων (TBarlas)
- ⓒ synecd scent kept in an alabaster container (syn άρωμα or μύρο σε αλαβάστρινο δοχείο)
[fr K ἀλάβαστρον & ἀλάβαστρος]
- ① alabaster (syn λιθομάργαρο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαβαστροθήκη [alavastroθíci] η,
- ① case made of alabaster
- ② arche. box or casket containing alabaster flasks or vases
[fr AG, K ἀλαβαστροθήκη bes ἀλαβαστοθήκη, cpd w. θήκη]