Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀπρόσβλητος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απρόσβλητος -η -ο [aprózvlitos] Ε5 : που δεν προσβάλλεται (εύκολα). ANT ευπρόσβλητος. 1α. για κπ. ή για κτ. που μπορεί να προβάλει αποτελεσματική αντίσταση σε μια ανοιχτή ή ύπουλη επίθεση: Ο καλός εξοπλισμός και το υψηλό ηθικό των στρατιωτών κάνει τη χώρα μας απρόσβλητη. H ακλόνητη ηθική του τον κάνει απρόσβλητο από κάθε συκοφαντία. β. για ζωντανό οργανισμό που είναι ανθεκτικός στις ασθένειες: Mε τους εμβολιασμούς τα παιδιά γίνονται απρόσβλητα από πολλές παιδικές αρρώστιες. 2. που δεν τον έχουν προσβάλει1 ή που δεν έχει προσβληθεί: Ενίσχυσαν τα σημεία των τειχών που είχαν μείνει απρόσβλητα.

[λόγ. < ελνστ. ἀπρόσβλητος `που δεν μπορείς να του επιτεθείς΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
απρόσβλητος, -η, -ο [aprόzvlitos] (L)
  • ① unassailable, impregnable (syn in απρόσβαλτος):
    • η 8η Mεραρχία έβαλε το ποτάμι μπροστά της εμπόδιο απρόσβλητο από τ' άρματα μάχης (Terzakis)
  • ⓐ unassailable, unchallengeable (near-syn ακαταμάχητος 2b, αναμφισβήτητος):
    • απρόσβλητη αυθεντία, μαρτυρία |
    • απρόσβλητη επιστημονική αλήθεια |
    • απρόσβλητο δικαίωμα |
    • ~ φιλοσοφικός συλλογισμός |
    • δεν έχουν την πεποίθηση πως είναι απρόσβλητη η εγγλέζικη υπεροχή (Kazantz)
  • ② that cannot be affected or harmed (by), not susceptible (to), immune (near-syn άτρωτος):
    • ~ από δηλητήριο, μόλυνση, οξέα |
    • ~ από επιρροές, κατάρες, κατηγορίες, κριτικές |
    • ~ από το φθόνο beyond the reach of envy |
    • ~ στον ίλιγγο |
    • ~ ψυχικός κόσμος |
    • ηθική απρόσβλητη από τον σκεπτικισμό |
    • η Zάκυνθος μένει ακατάλυτη, απρόσβλητη από σεισμούς και άλλες συμφορές (Charis) |
    • η ποίηση που δεν δεσμεύεται από τη λογική μένει απρόσβλητη κι απρόσιτη στην ιστορικήν ανάλυση (Chourmouzios) |
    • οι νόμοι, που η αιτιοκρατία επιβάλλει, οδηγάνε στους κανόνες, τους απρόσβλητους από ξένες δυνάμεις (Papatsonis)
  • ⓑ that has not been affected, unharmed, unaffected (syn απείραχτος 2):
    • η γρήγορα κερδισμένη φήμη του έμεινε απρόσβλητη απ' τον καιρό (Chatzinis) |
    • η Σουηδία δεν έμεινε απρόσβλητη από τα κακά του σύγχρονου πολιτισμού (Athanasiadis-N) |
    • δεν περνούσε πολλή ώρα και δεν έμενε ούτε ένας μέσ' το δωμάτιο ~ από την ανία (Tsitseli)
  • ③ which must not be assailed or offended, inviolable (syn απείραχτος 1c):
    • η πόλη θεωρείται ιερή και απρόσβλητη |
    • η ανάλυσή σας βάλλει σ' ό,τι μέχρι σήμερα θεωρείται απρόσβλητο, στην αγάπη της μάνας (Melas)

[fr kath απρόσβλητος ← PatrG ἀπρόσβλητος, cpd w. *προσβλητός (: προσβάλλω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες