Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκοπή η [apokopí] Ο29 : 1.η αφαίρεση, ο αποχωρισμός ενός μέρους ή ενός τμήματος από ένα σύνολο με κόψιμο: ~ χεριού / ποδιού / δακτύλων. || (επιρρ. έκφρ.) κατ΄ αποκοπή(ν), για καθορισμό εκ των προτέρων της συνολικής αμοιβής υπηρεσιών ή της τιμής μιας ποσότητας αγαθών: Εργασία κατ΄ αποκοπή(ν). Πήρε τη δουλειά κατ΄ αποκοπή(ν). Ο έμπορος αγόρασε κατ΄ αποκοπή(ν) τα φρούτα από τα δέντρα. ΦΡ παίρνω κτ. κατ΄ αποκοπήν, ασχολούμαι αποκλειστικά με κτ. 2. (γραμμ.) το φαινόμενο κατά το οποίο το τελικό φωνήεν μιας λέξης χάνεται εμπρός από το αρχικό σύμφωνο της ακόλουθης: Οι φράσεις “πάρε το” και “από το” με ~ γίνονται “πάρ΄ το” και “απ΄ το”.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀποκοπή `κόψιμο΄· 2: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποκοπή η.
-
- 1) Kαθορισμένο ποσό, τιμή:
- ουκ έλαβεν το μερτικόν του απέ την αποκοπήν απ’ εκείνον οπού επουλήθην (Aσσίζ. 1512).
- 2) Aμοιβή:
- (αυτ. 43415).
- 3) Eγγύηση:
- (αυτ. 19231).
[αρχ. ουσ. αποκοπή. H λ. και σήμ.]
- 1) Kαθορισμένο ποσό, τιμή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκοπή [apokopí] η,
- ① cutting off, lopping off, amputation (syn κόψιμο):
- η εξάντληση μπορεί να ελαττωθεί με την ~ του άνθους ή του καρπού (Louros) |
- όχι μόνο δέχτηκε ο Nτον Tαμόν με απάθεια την ~ (του βραχίονα) αλλά και παρακολούθησε τον ακρωτηριασμό με αφάνταστο ηρωισμό (Papatsonis)
- ⓐ fig cancellation, abrogation:
- έκανε την ~ του χρέους που βάραινε απάνω στη γλώσσα μας (ZLorentzatos)
- ② cutting off, isolation, alienation (near-syn αποξένωση, απομάκρυνση):
- οι πρώτοι απόγονοι του υπερρεαλισμού γοητεύονται από την ιδέα μιας αποκοπής από την παράδοση (Chatzinis) |
- ο συγγραφέας διατυπώνει μια κρίση γεμάτη πόνο για την ~ του K. από τις ρίζες του (Prevelakis) |
- πρόκειται για μια βίαιη ~ του εσωτερικού ανθρώπου από το κοινωνικό σύνολο (Panagiotop) |
- πρέπει να είναι σχετικά πρόσφατη η ~ του νησιού από την αντικρινή μικρή ήπειρο (Floros)
- ③ contract job (syn εργολαβία):
- είχε πάρει μια δουλειά ~ για δυο χιλιάδες (Christomanos)
- ⓑ L phr κατ' αποκοπήν (syn αποκοπής) w. a lump-sum payment, (w. payment) by the job:
- καθόριζαν στην πληρωμή ορισμένων φόρων κατ' αποκοπήν (Vacalop) |
- είχαμε συμφωνήσει μιαν αμοιβή κατ' αποκοπήν για την εμφάνισή μας εκεί (Stratou)
- ④ weaning (syn απογαλάκτιση):
- ~ του παιδιού
- ⑤ L gramm loss of final sound or syllable of a word, apocope:
- ~ φωνήεντος
[fr postmed (Somavera), MG αποκοπή ← K, AG]
- ① cutting off, lopping off, amputation (syn κόψιμο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκοπής [apokopís] adv
- in or by a lump sum (syn L κατ' αποκοπήν):
- από την αρχή του χρόνου ορίζονται ~ τα έξοδα κάθε υπουργείου (Evelpidis)
[der of αποκοπής; cf απαρχής, μισοτιμής etc]
- in or by a lump sum (syn L κατ' αποκοπήν):