Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀπιστία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απιστία η [apistía] Ο25 : 1.η έλλειψη πίστης: α. θρησκευτικής. β. συζυγικής ή ερωτικής, και κυρίως η πράξη που γίνεται εξαιτίας αυτής της ιδιότητας: Έκανε πολλές απιστίες στη γυναίκα του. ΦΡ απιστίες μου κάνεις!, για οικείο πρόσωπο που δεν έρχεται να μας βλέπει τόσο συχνά όσο παλιά. 2. (νομ.) αδίκημα δημόσιου υπαλλήλου ο οποίος από πρόθεση ζημιώνει τη δημόσια περιουσία.

[λόγ. < ελνστ. ἀπιστία (στη σημ. 1α), αρχ. σημ.: `δυσπιστία΄ (1β: σημδ. γαλλ. infidélité)]

[Λεξικό Κριαρά]
απιστία η· απεστία· απιστιά.
  • 1) Έλλειψη πίστης, εμπιστοσύνης· κακοπιστία:
    • (Xρον. Mορ. H 727), (Aσσίζ. 23226).
  • 2) Aναξιοπιστία:
    • (Aσσίζ. 538).
  • 3) Έλλειψη χριστιανικής πίστης:
    • να πατάξει τα είδωλα, την απιστίαν των εθνών (Xρον. Mορ. H 783).
  • 4) Δολιότητα:
    • εποίησεν τούτο διά την απιστίαν του (Aσσίζ. 19620).
  • 5) Kατηγορία:
    • (Aσσίζ. 1948).
  • 6) Προδοσία:
    • (Mαχ. 53417).
  • 7)
    • α) Aνυπακοή στους νόμους, παρανομία:
      • εποίησεν … με τα καρτεσία του τον γραμματικόν να ποιήσει την απιστίαν (Aσσίζ. 4789
    • β) παράβαση των όρων μιας συμφωνίας, παρασπονδία:
      • (Mαχ. 25428).

[αρχ. ουσ. απιστία. O τ. ιά και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απιστία [apistía] η, (L) (& rare region. & poet απιστιά)
  • ① lack of faith or belief, faithlessness, unbelief (ant πίστη):
    • ~ στη ζωή |
    • η ~ των νέων στις καθιερωμένες αξίες |
    • ~ για τη σημασία της παιδείας |
    • η ~ της γενιάς του μεσοπολέμου |
    • η βία, που επιβάλλεις στον εαυτό σου για να γίνεις πιστός σ' ό,τι αγαπάς, δε διαφέρει από την ~ (Vrettakos) |
    • η νιότη δε θα συγχωρέσει πως την ξανάριξαν στην αμηχανία και την ~ (Theotokas) |
    • ο λαογραφικός φόρτος αντέχει μπροστά στην ~ του καιρού μας (Charis) |
    • ~ στο Θεό not believing in God
  • ⓐ lack of religious faith, irreligiousness, impiety:
    • παρακολούθησα τον όρθρο· η έκφραση της απιστίας ήταν φανερή στις μορφές των συντρόφων μου (Karagatsis, adapted) |
    • για την ~ του τούτη δε θα πάει στη βασιλεία τ' ουρανού (Kazantz) |
    • θα 'θελα να νικούσε ο θεός, γιατί τρομάζω στην ~ του (KPapa)
  • ② breach of marital trust, infidelity, unfaithfulness:
    • συζυγική ~ |
    • κάνει απιστίες στην αρραβωνιαστικιά, στη γυναίκα του |
    • συγχωρεί, τιμωρεί τις απιστίες του άντρα της |
    • οι γυναίκες καταλήγουν στην ~ από ψυχική επιταγή (Kanellop, adapted) |
    • στη δίκη είχε κατορθώσει να 'χει όλες τις αποδείξεις της απιστίας της γυναίκας του (Kokkinos) |
    • poem το κορμί να χωρίσει απ' το κεφάλι, | της απιστιάς αν ξημερώσει η μέρα (Sikel) |
    • phr, fig κάνω απιστίες avoid |
    • τα σπουργίτια κάνουνε απιστίες στις μουριές του πλαϊνού περιβολιού πετώντας καταδώ (KPolitis)
  • ③ law & commerce etc breach or abuse of trust, fraud, embezzlement (syn phr κατάχρηση εμπιστοσύνης, near-syn απάτη 1b):
    • η δικαστική δίωξη περιλαμβάνει απιστίες και παράβαση του νόμου περί συναλλάγματος |
    • καταδικάστηκε σε φυλακίση για ~ σε βάρος του δημοσίου |
    • ανίκανοι ν' αναλάβουν την επιτροπεία είναι εκείνοι που διώχτηκαν από κάποια διαχείριση για ~ ή σφετερισμό (Christidis AK)
  • ⓑ untrustworthiness, unreliability (syn αναξιοπιστία):
    • ένα πνεύμα παρακμής κατείχε την Eλλάδα, σα συνέπεια της ανικανότητας και της απιστίας των ηγετών της (Theotokas) |
    • η θάλασσα, κοντά στους άλλους κινδύνους, έχει και την ~ του καιρού (Drosinis)
  • ④ disloyal act, disloyalty:
    • πάντα σε πόλεις που έχουνε μέσα τους τέτοια διχόνοια θα υπάρχουν έχθρες και μίση και απιστίες (Theodorakop, transl of Plato) |
    • η υπερβολική εμπιστοσύνη στους άλλους είναι μια ~ προς τον εαυτό μας (TAthanasiadis)
  • ⓒ treachery, duplicity, perfidy (syn δολιότητα, υπουλότητα L, μπαμπεσιά):
    • να 'χουν το νου τους, να μην τους βαρέσουνε μ' απιστιά (Makryg) |
    • τους έστειλε ο βεζίρης για να μας σκοτώσουνε με ~ (Petsalis) |
    • folks. κ' εκείνος δεν εστάθηκε και στον παπά πηγαίνει, | και ο παπάς τον γέλασε και ~ του κάνει (Passow) |
    • rembetiko .. ήρθε η στιγμή να φανερώσεις | την ~ της κακούργας σου ψυχής (IPetrop)

[fr postmed, MG απιστία/απιστιά ← PatrG ἀπιστία ← AG, K (also pap)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες