Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀπαρατήρητος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαρατήρητος -η -ο [aparatíritos] Ε5 : που διέφυγε την προσοχή, που δεν έγινε αντιληπτός: Mπήκε / έφυγε ~. Είναι ένα γεγονός που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. M΄ αυτό το φουστάνι δε θα περάσεις απαρατήρητη. απαρατήρητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαρατήρητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαρατήρητος, -η, -ο [aparatíritos] (L)
  • ① escaping attention, unnoticed, unobserved, inconspicuous (ant αντιληπτός 1b):
    • απαρατήρητη είδηση, εργασία, πράξη, προετοιμασία |
    • απαρατήρητο βιβλίο, φαινόμενο |
    • έζησε, έμεινε, έφυγε ~ |
    • ο θάνατός του πέρασε σχεδόν ~ στο κοινό (Dimaras) |
    • κανένας από τους θησαυρούς δεν πρέπει να περάσει ~ (Thrylos) |
    • ο γάμος γίνηκε φτωχικός κι ~ (Karagatsis) |
    • οι άγνωστες δυνάμεις λειτουργούσαν, ετοιμάζοντας απαρατήρητες αυτή τη σύμπτωση (Tsirkas)
  • ② uncommented (syn ασχολίαστος):
    • στον Όμηρο δεν έμεινε καμιά παρόμοια ανωμαλία απαρατήρητη και ανεκμετάλλευτη από την ανάλυση (Kakridis) |
    • δεν θα έπρεπε να μείνει απαρατήρητη και η γλωσσοπλαστική ικανότητα του ποιητή (Dimaras)

[fr kath απαρατήρητος ← *MG ← PatrG ← K (inscr, 1st c. BC)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες