Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀμφιδέξιος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμφιδέξιος -α -ο [amfiδéksios] Ε6 : (λόγ.) 1. που μπορεί να χρησιμοποιεί με την ίδια ευχέρεια τόσο το δεξί όσο και το αριστερό του χέρι· αμφίχειρας. 2. (μτφ.) ικανός, επιτήδειος.

[λόγ. < αρχ. ἀμφιδέξιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμφιδέξιος1 [amfi∂éksios] ο, (L)
  • ambidexter, ambidexterous person (syn ο διπλοχέρης)

[substantiv. m of αμφιδέξιος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμφιδέξιος2, -α, -ο [amfi∂éksios] (L)
  • ① ambidexterous (syn διπλοχέρης)
  • ② adroit, dexterous, skilful (syn επιδέξιος)

[fr AG αμφιδέξιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες