Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἀκούσιος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακούσιος -α -ο [akúsios] Ε6 : ANT εκούσιος. α. (για ενέργεια ή αποτέλεσμα ενέργειας) που γίνεται χωρίς τη θέληση ή την πρόθεση εκείνου που ενεργεί· αθέλητος. ANT θελημένος: Aκούσια κίνηση. Aκούσιο σφάλμα. ~ φόνος. Εύκολα συγχωρεί κανείς ένα ακούσιο σφάλμα, δύσκολα όμως ένα εκούσιο. || που γίνεται ανεξάρτητα από τη θέλησή μας: Οι παλμοί της καρδιάς είναι κινήσεις ακούσιες. β. που γίνεται αντίθετα και παρά τη θέληση εκείνου που παθαίνει, που υφίσταται τις συνέπειες: Aκούσια απαγωγή. Οι ακούσιοι εξισλαμισμοί των Ελλήνων στα χρόνια της Tουρκοκρατίας. γ. (για πρόσ.) που γίνεται κτ. χωρίς να το θέλει· αθέλητος: ~ φονιάς. Yπήρξε ~ μάρτυρας μιας φοβερής σκηνής. ακούσια & (λόγ.) ακουσίως ΕΠIΡΡ άθελα.

[λόγ. < αρχ. ἀκούσιος, ἀκουσίως]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακούσιος, -α (& L ΄-), -o [akúsios] (L)
  • ① not willed, involuntary; unintentional (syn αθέλητος, [που γίνεται] χωρίς πρόθεση, ant εκούσιος, θελημένος, εμπρόθετος):
    • ακούσια σιωπή |
    • ακούσια αρρώστια |
    • ακούσιο πλημμέλημα unintentional misdemeanor |
    • ~ φόνος unintentional murder |
    • (τα διηγήματα αυτά έχουν ένα χαραχτηριστικό) την ακούσια κι ανεπίγνωστη ενοχή του ήρωα (Melas) |
    • ο Θεός ... δεν κάνει ακούσια την πράξη μας (Papanoutsos) |
    • συγχωρεί κάθε αμάρτημα ακούσιο ή κ' εκούσιο (Thrylos)
  • ② done against one's will, forced; acting involuntarily, reluctant (syn με βία, με το στανιό, ant εκούσιος):
    • ακουσία απαγωγή (L) abduction, kidnapping (ant L εκουσία απαγωγή) |
    • ακούσια απομόνωση |
    • ακούσιες μετακινήσεις στα χρόνια της τουρκοκρατίας |
    • οι αυτόματες κινήσεις της ψυχής ... γινόταν ήδη το ακούσιο αντικείμενο μιας διανοητικής επεξεργασίας (Chatzinis) |
    • με ακούσια συγκατάθεσή του w. his reluctant consent |
    • πήρε ακούσιο ντους |
    • έγινε ~ μάρτυς μιας αληθινής μονομαχίας μάνας και κόρης (Melas) |
    • τα ζωάκια γίνονται ακούσιοι μάρτυρες της επιστήμης (Palaiologos)
  • ③ not dependent upon one's will, autonomic, involuntary (syn αυτόματος, ant εκούσιος):
    • ακούσιες κινήσεις του σώματος autonomic reflexes of the body |
    • μας είναι αδύνατον να την αποδώσωμε (sc την αντίσταση) στο δικό μας σώμα, ... αφού αισθανόμαστε το ακούσιο εμπόδιο, που αντιστέκεται στην πρωτοβουλία μας (Papanoutsos) |
    • ακούσια μυθοπλαστική τάση (Panagiotop)

[fr K, AG ἀκούσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες