Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακολασία η [akolasía] Ο25 : τρόπος ζωής χωρίς ηθικούς φραγμούς, συνήθ. σε ό,τι αφορά τη σεξουαλική συμπεριφορά, ακόλαστη ζωή: Άντρο ακολασίας, τόπος όπου γίνονται όργια. || (πληθ.) πράξεις ανήθικες: H ζωή του είναι γεμάτη ακολασίες.
[λόγ. < αρχ. ἀκολασία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακολασία [akolasía] η,
- ① incontinence, intemperance, dissolute conduct (or ways), dissoluteness, debauchery, wantonness, dissipation, libertinism, licentiousness, profligacy, immorality (near-syn ανήθικη ζωή, ανηθικότητα, ασέλγεια, ασωτεία, διαφθορά, έκλυση [των ηθών], εκφυλισμός, ηδυπάθεια, λαγνεία, παραλυσία, ant εγκράτεια, ηθικότητα, χρηστοήθεια):
- λούσα και ~ |
- μια μυθική πολιτεία της ακολασίας |
- επικρατεί ~ στους υψηλούς αξιωματούχους |
- παρασύρω σε ~ incite to immorality |
- μπορούμε να ζήσουμε χωρίς ούτε μόριο ακολασίας, αν δεν τη γευτήκαμε ποτέ μας (Vrettakos) |
- η λέξη "νεωτερισμός" του φέρνει στο νου μια θύελλα από έννοιες ακολασίας και καταστροφής (Papantoniou) |
- ο εύκολος πορισμός των αγαθών τείνει να τους σπρώξη (τους πολίτες) προς την τρυφή και την ~ (Papanoutsos) |
- η αυτοπεποίθηση που δημιουργεί η υγεία και η υπερένταση των σωματικών ικανοτήτων ξεστρατίζει σε αποχαλίνωση των ενστίκτων και μεταμορφώνει την απόλαυση σε ~ (Panagiotop) |
- δε μεταχειρίστηκε την αρχή ..., για ν' απολαύση την ηδονή της ακολασίας και της παντοδυναμίας (Ouranis)
- ② overwhelming use, overabundance, profusion, plethora:
- η ~ του λεύτερου στίχου συνεπαίρνει τα φρένα των απλοϊκών (Panagiotop) |
- φραστική ~ phrasal plethora, e.g. ο Xρηστομάνος τον ίδιο πασκίζει να γεννήση μέσα μας θαυμασμό, μα με τόση φραστική ~, που σε λίγο τον παρακολουθούμε λαχανιάζοντας (id.)
[fr K, AG ἀκολασία]
- ① incontinence, intemperance, dissolute conduct (or ways), dissoluteness, debauchery, wantonness, dissipation, libertinism, licentiousness, profligacy, immorality (near-syn ανήθικη ζωή, ανηθικότητα, ασέλγεια, ασωτεία, διαφθορά, έκλυση [των ηθών], εκφυλισμός, ηδυπάθεια, λαγνεία, παραλυσία, ant εγκράτεια, ηθικότητα, χρηστοήθεια):