Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρονοντούλαπο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρονοντούλαπο το [xronodúlapo] Ο41 : (οικ.) για να δηλώσουμε ότι κτ. το έχουν παραμερίσει, αχρηστεύσει, ξεχάσει: H υπόθεση μπήκε στο ~. Έβγαλαν ένα νόμο της δικτατορίας από το ~, τον ξανάφεραν σε χρήση.

[λόγ. χρονο- 1 + ντουλάπ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες