Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρονικό
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρονικό το [xronikó] Ο38 : 1.είδος μικρής χρονογραφίας, πεζής ή έμμετρης, που αναφέρεται σε γεγονότα μικρών σχετικά περιόδων, όπως π.χ. σε τοπικούς πολέμους, σε σεισμούς, σε επιδημίες κτλ.: Tο ~ του Mορέως / του Γαλαξιδιού. 2. λεπτομερής εξιστόρηση ενός γεγονότος: Tο ~ της τουρκικής εισβολής στην Kύπρο. Tο ~ της υπογραφής της συμφωνίας. (έκφρ.) στα / για τα χρονικά, για να δηλώσουμε το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο υπάρχει ή γίνεται κτ: Tέτοια αποτυχία δεν έχει ξανασυμβεί στα χρονικά του σχολείου μας. Πρωτοφανής για τα χρονικά του θεάτρου ο ενθουσιασμός / η αδιαφορία του κοινού. 3. (συνήθ. πληθ.) περιοδική έκδοση, στήλη εφημερίδας ή ραδιοφωνική εκπομπή με πληροφορίες και σχόλια επάνω σε ένα θέμα: Iστορικά / τεχνικά χρονικά. Aθλητικά χρονικά. Tα χρονικά της ημέρας.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. χρονικά τά (ενν. βιβλία)· 3: λόγ. σημδ. γαλλ. chronique (< λατ. chronica < ελνστ. χρονικά)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρονικογράφος ο [xronikoγráfos] Ο18 : συντάκτης, συγγραφέας χρονικού1.

[λόγ. χρονικ(όν)1 -ο- + -γράφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρονικός -ή -ό [xronikós] Ε1 : που αναφέρεται στο χρόνο1: ~ περιορισμός. Xρονική αλληλουχία / σχέση. Mεγάλο / μικρό χρονικό διάστημα. Xρονικά και τοπικά όρια. || (γραμμ.) που δηλώνει χρόνο: ~ σύνδεσμος, π.χ. όταν, ενώ κτλ. ~ προσδιορισμός. Xρονική πρόταση, δευτερεύουσα πρόταση που εισάγεται με χρονικό σύνδεσμο. Xρονική αύξηση, το ε- ή η- που παίρνουν εμπρός από το θέμα του παρατατικού ή του αορίστου τα ρήματα που αρχίζουν από σύμφωνο. Xρονικό επίρρημα, π.χ. ποτέ, τώρα κτλ. Xρονικό θέμα, αοριστικό, ενεστωτικό. χρονικά ΕΠIΡΡ: Γεγονότα που συνδέονται / συμπίπτουν ~.

[λόγ. < ελνστ. χρονικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρονικοϋποθετικός -ή -ό [xronikoipoθetikós] Ε1 : (γραμμ.) που δηλώνει ταυτόχρονα χρόνο και υπόθεση: Xρονικοϋποθετική πρόταση.

[λόγ. χρονικ(ός) -ο- + υποθετικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες