Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χλιαίνω [xliéno] Ρ7.2α : κάνω κτ. χλιαρό, ανεβάζοντας ή κατεβάζοντας τη θερμοκρασία του· χλιαραίνω: Ρίξε στο καυτό νερό λίγο κρύο για να το χλιάνεις. || γίνομαι χλιαρός: Άφησε το γάλα να χλιάνει.
[αρχ. χλιαίνω]