Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χλευαστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χλευαστής ο [xlevastís] Ο7 : αυτός που χλευάζει: Είναι ~ των ιερών και των οσίων.

[λόγ. < αρχ. χλευαστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες