Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιλίαρχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιλίαρχος ο [xilíarxos] Ο19 : διοικητής χιλιαρχίας.

[λόγ. < αρχ. χιλίαρχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες