Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φῦσα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυσαλίδα η [fisalíδa] Ο26 : 1. μικρή ποσότητα αέρα ή αερίου μέσα σε νερό ή σε άλλο υγρό, που με τη μορφή σφαιριδίου ανεβαίνει προς την επιφάνεια· φούσκα, μπουρμπουλήθρα. 2. (ιατρ.) κύστη γεμάτη διαυγές υγρό, που σχηματίζεται επάνω στο δέρμα από έγκαυμα ή από κάποια (δερματική) ασθένεια· φουσκάλα, φλύκταινα.

[λόγ. < ελνστ. φυσαλλίς, αιτ. -ίδα (& γραφή φυσαλίς), αρχ. σημ.: `είδος φλογέρας΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυσαρμόνικα η [fisarmónika] Ο27α : I. πνευστό μουσικό όργανο με μεταλλικά γλωσσίδια, τα οποία δονούνται και παράγουν διαφορετικούς τόνους από τον αέρα που φυσάει με το στόμα του αυτός που το παίζει: Έβγαλε μια μικρή ~ από την τσέπη του κι άρχισε να παίζει. II. (παρωχ.) ακορντεόν. 1. για πτυσσόμενη κατασκευή (πόρτα, παραπέτασμα, σύνδεση ανάμεσα σε κινητά μέρη κτλ.), φυσούνα. 2. (μτφ.) αντικείμενο πολύ παραμορφωμένο από ισχυρή πίεση (σύγκρουση κτλ.): Tο αυτοκίνητο έπε σε πάνω σε μια κολόνα και έγινε ~.

[γερμ. Ρhysharmonika < αρχ. φῦσ(α) `φυσερό΄ + Harmonika = αρμόνικα (ή μέσω του ιταλ. fisarmonica)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φυσάω [fisáo] & Ρ10.7α σπάν. αόρ. και φύσησα, σπάν. απαρέμφ. και φυσήσει : δημιουργώ, παράγω αέρα ή ρεύμα αέρα: 1. εκπέμπω ρεύμα αέ ρα (προς κάποια κατεύθυνση) με το στόμα, με τα ρουθούνια ή με κάποια συσκευή: ~ τη φωτιά για ν΄ ανάψει. Φύσηξε δυνατά κι έσβησε τα κεριά της τούρτας. 2α. εμφυσώ αέρα σε πνευστό όργανο, σωλήνα κτλ.: ~ τη φλογέρα. β. βγάζω με φύσημα: Φύσα τη μύτη σου. γ. αναπνέω ορμητικά: Φυσούσε και ξεφυσούσε ανεβαίνοντας τον ανήφορο. (έκφρ.) να τον φυσήξεις θα πέσει, για άνθρωπο πολύ αδύναμο ή για κατασκευή ετοιμόρροπη. ΦΡ το ~ και δεν κρυώνει, δεν μπορώ να συνέλθω από κάποιο πάθημα. το / τα φυσάει, έχει πολλά χρήματα. 3. (για αέρα) πνέω: Φύσηξε βοριάς / νοτιάς / αεράκι / λίβας. Ο αέρας που φυσούσε, φούσκωνε τα πανιά. || (στο γ' εν. πρόσ.) πνέει άνεμος: Σήμερα φυσάει απ΄ το πρωί. Xτες δε φύσηξε πο λύ. Kάτσε εδώ που δε φυσάει. || (μτφ.): Φυσάει ένας άνεμος* / αέρας*. ΦΡ (πάω) όπου φυσάει ο άνεμος*.

[αρχ. φυσῶ (στη σημ. 1) και μεταπλ. -άω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες