Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φόντο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φόντο το [fóndo] Ο39 : 1. ό,τι αποτελεί το βάθος πίσω από τα κεντρικά αντικείμενα ή τις φιγούρες είτε στο φυσικό χώρο είτε στο δισδιάστατο των οπτικών αναπαραστάσεων, των εικόνων (φωτογραφία, ζωγραφική, κινηματογράφος κτλ.): Tο αεροπλάνο άφηνε πίσω του μια παχιά άσπρη γραμμή στο γαλάζιο ~ του ουρανού. Οι τουρίστες φωτογραφίζονταν με ~ τον Παρθενώνα. Ο πίνακας παρίστανε ένα κοπάδι άλογα με ~ ένα καταπράσινο λιβάδι. H σκηνή εκτυλισσόταν σ΄ έναν κλασικό ινδιάνικο καταυλισμό με ~ ψηλά και απόκρημνα βουνά. || (επέκτ.) γεγονότα, ιδέες κτλ., που βρίσκονται πίσω από το κεντρικό θέμα μιας αφήγησης: H παρουσίαση μιας ερωτικής ιστορίας με ~ τις σκληρές συγκρούσεις της Γαλλικής Επανάστασης. Όλα τα έργα του συγγραφέα έχουν ως ~ την ιδέα ότι η κοινωνία μας βρίσκεται σε αδιέξοδο. 2. η επιφάνεια πάνω στην (ή σε αντίθεση με την) οποία τοποθετούνται ή παριστάνονται δισδιάστατα κεντρικά θέματα (φιγούρες, αντικείμενα ή σχέδια): Ένα άσπρο γατάκι ήταν ζωγραφισμένο πάνω σε γκρίζο ~. Άσπρα λουλούδια κεντημένα πάνω σε κόκκινο ~.

[ιταλ. fondo]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φοντοράπτης ο [fondoráptis] Ο10 : ειδικός τεχνίτης που ράβει τα φόντια στα παπούτσια.

[λόγ. φόντ(ι) -ο- + ράπτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες