Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπεκφυγή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπεκφυγή η [ipekfijí] Ο29 : έμμεσος τρόπος για να αποφύγει κανείς μια δύσκολη ή δυσάρεστη κατάσταση (να δώσει απάντηση, να δεσμευτεί για κτ. κτλ.): Άρχισε τις υπεκφυγές. Άσε τις υπεκφυγές.

[λόγ. υπεκ(φεύγω) -φυγή κατά το σχ.: φεύγω - φυγή μτφρδ. γαλλ. subterfuge]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες