Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπέρβαση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπέρβαση η [ipérvasi] Ο33 : ενέργεια η οποία υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα, τα καθορισμένα ή συνηθισμένα όρια: ~ καθήκοντος. ~ αρμοδιοτήτων / δικαιωμάτων. Aπαγορεύεται η ~ του ορίου ταχύτητας. H αξία του έργου με τις σχετικές υπερβάσεις έφτασε τα 100 εκατομμύρια. Πρέπει να αποτραπεί ο κίνδυνος υπερβάσεων. H ~ του εγώ.

[λόγ. < αρχ. ὑπέρβα(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες