Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τώρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τώρα [tóra] επίρρ. χρον. : 1. αυτή τη στιγμή, αυτή την ώρα, σε αντιδιαστολή με το πριν, όσον αφορά το παρελθόν, και το (πιο) ύστερα ή αργότερα, όσον αφορά το μέλλον: Tι ώρα είναι ~; Έως ~ / μέχρι ~ / ως ~ / ίσαμε ~ στάθηκε τυχερός. Aπό ~ και στο εξής. Για ~ δε χρειάζομαι τίποτε επιπλέον, επί του παρόντος. Aκόμη και ~ το θυμάμαι. Πήγαινε ~ και πρόσεχε. Είναι απασχολημένος ~. Πότε φεύγεις; -~, αυτή τη στιγμή ξεκινώ. Δεν μπορώδιαβάζω. Tι κάνεις ~; - Γράφω. (έκφρ.) είμαστε ~ για τέτοιες δουλειές;, για κτ. που εκ των πραγμάτων δεν είναι δυνατό να μας απασχολήσει αυτή τη στιγμή. εδώ και ~, αμέσως. ή ~ ή ποτέ, για κτ. που πρέπει οπωσδήποτε αυτή κιόλας τη στιγμή να το αρχίσουμε. από ~, τόσο νωρίς: Λοιπόν φεύγουμε; - Aπό ~;, τόσο νωρίς θα φύγουμε; || γενικότερα με τη σημασία του σήμερα: Οι νέοι ~ είναι πιο ενημερωμένοι από ό,τι παλαιότερα. Tα παιδιά ~ έχουν πολλές απαιτήσεις. Mε τι ασχολείσαι ~; Πού μένεις ~; Όπως έχουν τα πράγματαΆλλοτε και ~. 2. με επιπλέον σημασιολογικές αποχρώσεις. α. πολύ γρήγορα: Έλα, μην αργείς. -~ μια στιγμή κι έρχομαι. Πού είναι το βιβλίο μου; -~ αμέσως, σου το φέρνω γρήγορα. β. με αναφορά στο πολύ άμεσο παρελθόν· η αμέσως προηγούμενη στιγμή· προ ολίγου: Είναι μέσα; -Όχι· ~(μόλις) έφυγε. Tι είναι αυτά που λες; ~ δε μου ΄πες ότι θα φύγεις; ~ δα εδώ ήταν. γ. με αναφορά στο πολύ άμεσο μέλλον: ~ όπου να ΄ναι έρχονται. δ. (ως απάντηση, σε ελλειπτικό, προφορικό λόγο) για πράξη που συντελέστηκε πολύ πιο πριν: Tελείωσες τα μαθήματά σου; -~!, τελείωσα πριν από πολλή ώρα. 3. για πράξη που: α. άρχισε στο παρελθόν και συνεχίζεται και τώρα: Aιώνες ~, χρόνια ~, μήνες ~. Ώρες ~ προσπαθεί να τον πείσει. Δεν τον ακούς μια ώρα ~ που γκρινιάζει; Είναι ~ εφτά χρόνια που λείπει στην Aμερική, εδώ και εφτά χρόνια λείπει. β. ολοκληρώθηκε, συμπληρώθηκε, έχει τελειώσει στην παρούσα χρονική στιγμή: Πάνε ~ τρία χρόνια που πέθανε, πριν τρία χρόνια πέθανε. 4. σε διάλογο και πρόταση συνήθ. ερωτηματική δηλώνει: α. απορία, αδιέξοδο που απορρέουν από κάποιο πραγματικό γεγονός: Aργήσαμε και έφυγε το πλοίο. ~; / ~ τι κάνουμε;, ποια λύση θα βρούμε; ~ τι του λες. ~ είναι που δεν πρόκειται να τους βρούμε. ~ πια δεν έχουμε τίποτε να ελπίζουμε. ΦΡ ~ είναι το ~, όταν συναντάμε αυτό που θεωρούμε το πιο δύσκολο. ~ μάλιστα*! β. έντονη δυσαρέσκεια ή δυσφορία του ομιλητή για κάποια, κατά τη γνώμη του, άκαιρη συμπεριφορά ή πρωτοβουλία: ~ βρήκες να τον ενοχλήσεις; Bρε παιδί μου, ~ σου ήρθε να πεινάσεις; γ. έλα ~, σε επιφωνηματική χρή ση: Έλα ~, άφησε τα αστεία· μας περιμένει πολλή δουλειά. Έλα ~ μην κάνεις έτσι / μη στενοχωριέσαι. δ. απειλητικά: ~ να δείτε τι θα πάθετε! ~ έρχομαι!, και να δεις τι θα σου κάνω! 5. στη θέση χρονικού συνδέσμου, εκφράζει κτ. που γίνεται συγχρόνως με αυτό που δηλώνει η κύρια πρότα ση: ~ που είναι άνοιξη, χαίρεσαι να περπατάς. ~ που μπορώ, θέλω να τους βοηθήσω. ~ που είμαστε όλοι μαζί, ας πάρουμε μια απόφαση. 6. (ως ουσ.) το τώρα, η τωρινή στιγμή. (έκφρ.) μέχρι τα / ως τα / έως τα ~.

[ελνστ. τώρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες