Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τυχερά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τυχεράκιας ο [tixeráas] Ο4 πληθ. τυχεράκηδες : (οικ.) άνθρωπος που σε καθημερινά κυρίως περιστατικά έχει την εύνοια της τύχης: Ε! τυχεράκια, πάλι σου ΄πεσε το λαχείο / πάλι τη γλίτωσες την τιμωρία.

[τυχερ(ός) -άκιας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες