Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυράννισμα το [tiránizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τυραννώ: Tι ~ μου κάνει αυτό το παιδί για να φάει! Είναι μεγάλο ~ να δουλεύεις μέσα στο κρύο, τυραννία.
[τυρανν(ώ) -ισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυραννισμένος -η -ο [tiranizménos] Ε3 : πολύ βασανισμένος, που έχει τυραννιστεί2α: Είναι ένας ~ άνθρωπος / λαός. Περνάει μια τυραννισμένη ζωή. Tο τυραννισμένο του κορμί ζητάει ξεκούραση.
[μππ. του τυραννώ κατά τα ρ. -ίζω]