Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσέρκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσέρκι το [tsérki] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1. μεταλλικό στεφάνι με το οποίο στερεώνουν τις κυρτές σανίδες του βαρελιού. || (επέκτ.) μεταλλικό έλασμα ή σιδερένια βέργα κατάλληλη για να δένουν ή για να συγκρατούν κτ. 2. ξύλινο ή μεταλλικό στεφάνι που το κυλούσαν τα παιδιά, καθώς το έσπρωχναν με μια βέργα, για να παίξουν· κατρακύλι.

[ιταλ. αρσ. cerchio, πληθ. cerchi που θεωρήθηκε ουδ. εν.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες