Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρυφηλός -ή -ό [trifilós] Ε1 : (λόγ.) που αγαπάει τις υλικές απολαύσεις ή που είναι γεμάτος από αυτές: ~ βίος. Tρυφηλή ζωή.
[λόγ. < ελνστ. τρυφηλός]