Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριηραρχία η [triirarxía] Ο25 : 1. μία από τις λειτουργίες, δηλαδή τις υποχρεώσεις των πλουσίων στην αρχαία Aθήνα. 2. το αξίωμα του τριηράρχου.
[λόγ. < αρχ. τριηραρχία]