Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τετράκι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τετρακινητήριος -α -ο [tetrakinitírios] Ε6 : για αεροπλάνο εφοδιασμένο με τέσσερις κινητήρες. || (ως ουσ.) το τετρακινητήριο, τετρακινητήριο αεροπλάνο: Ένα τετρακινητήριο της Ολυμπιακής.

[λόγ. τετρα- + κινητηρ- (δες κινητήρας) -ιος μτφρδ. αγγλ. four-engined]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τετράκις [tetrákis] επίρρ. : α. (λόγ.) τέσσερις φορές: Kαταδικάστηκε ~ εις θάνατο(ν). β. για το σχηματισμό αριθμητικών: ~ εκατομμύριο. ~ χιλιοστός.

[λόγ. < αρχ. τετράκις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες