Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετράγλωσσος -η -ο [tetráγlosos] Ε5 : α. που είναι γραμμένος σε τέσσερις γλώσσες: Tετράγλωσση επιγραφή. Tετράγλωσσο λεξικό επιστημονικών όρων. β. (σπάν., για πρόσ.) που χρησιμοποιεί ισότιμα τέσσερις γλώσσες.
[λόγ. τετρα- + -γλωσσος]