Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταύρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταύρος ο [távros] Ο18 : I1. βόδι που δεν ευνουχίστηκε και που χρησιμοποιείται για αναπαραγωγή: Tο κόκκινο χρώμα εξαγριώνει τον ταύρο. Όρμησε σαν μαινόμενος ~. ΦΡ πιάνω τον ~ από τα κέρατα, αντιμετωπίζω αποφασιστικά μια δυσκολία. ~ σε υαλοπωλείο, για άτομο εξαγριωμένο που δημιουργεί σε ένα χώρο μεγάλες καταστροφές. 2. (μτφ.) άνθρωπος με μεγάλη δύναμη και αντοχή. II. Tαύρος: 1. (αστρον.) αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. το δεύτερο από τα δώδε κα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 20 Aπριλίου έως 20 Mαΐου: Γεννήθηκα στον Tαύρο. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στον Tαύρο: Είμαι Tαύρος.

[λόγ. < αρχ. ταῦρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες