Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τάραχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάραχος ο [táraxos] Ο20 : μόνο στη ΦΡ τραβώ* των παθών μου τον τάραχο.

[λόγ. < αρχ. τάραχος (η φρ. μσν. από εκκλ. ψαλμό)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες