Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τάλαντο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάλαντο 1 το [tálando] Ο40 : ταλέντο: Mουσικό / καλλιτεχνικό ~. Ποιητής με πηγαίο ~.

[λόγ. < αρχ. τάλαντον (δες στο τάλαντο 2), μσν. σημ.: `η δωρεά του Χριστού΄ & σημδ. της λ. ταλέντο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τάλαντο 2 το : η μεγαλύτερη μετρική και νομισματική μονάδα στην αρχαιότητα.

[λόγ. < αρχ. τάλαντον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ταλαντούχος -α -ο [talandúxos] Ε4 : που είναι προικισμένος με ταλέντο: Nέος, ~ ηθοποιός.

[λόγ. τάλαντ(ον) + -ούχος μτφρδ. αγγλ. talented ή γερμ. talentiert, talentvoll (διαφ. το αρχ. ταλαντοῦχος `που κρατεί τη ζυγαριά΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες