Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύκο
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σύκο το [síko] Ο39 : ο καρπός της συκιάς, που έχει σχήμα σχεδόν σφαιρικό ή κωνικό, φλούδα πράσινη ή μελιτζανιά και σάρκα κοκκινωπή με πολλούς μικρούς σπόρους και πολύ γλυκιά: Σύκα φρέσκα / ξερά. Mια τσαπέλα σύκα. Bασιλικά σύκα, ποικιλία σύκων. ΦΡ λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, μιλάω χωρίς περιστροφές. ΠAΡ Kαλόμαθε* / γλυκάθηκε η γριά στα σύκα… συκάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρό σύκο. β. συκαλάκι.

[αρχ. σῦκον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συκομαΐδα η [sikomaíδa] Ο25α : (λαϊκότρ.) ανοιγμένο και αποξηραμένο σύκο.

[μσν. συκομαγίδα με αποβ. του μεσοφ. [j] < σύκ(ον) -ο- + αρχ. μαγίς, αιτ. -ίδα `ζυμωμένη μάζα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συκομουριά η [sikomurjá] Ο24 : δέντρο με καρπούς που μοιάζουν με σύκα και με φύλλα όμοια με της μουριάς.

[ελνστ. συκομορέα κατά το μορέα > μουριά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συκοφάγος ο [sikofáγos] Ο18 : αυτός που τρώει πολλά σύκα. 1. ονομασία μικρού αποδημητικού πτηνού. 2. χαρακτηρισμός ανθρώπου που του αρέσουν πολύ τα σύκα.

[ελνστ. συκοφάγος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συκοφάντης ο [sikofándis] Ο10 θηλ. συκοφάντρια [sikofándria] & συκοφάντισσα [sikofándisa] Ο27 : αυτός που συκοφαντεί κπ., που τον κατηγορεί, ενώ γνωρίζει ότι δεν αληθεύουν οι κατηγορίες: Είναι ~. (επιτατικά): Είναι ένας κοινός ~.

[λόγ. < αρχ. συκοφάντης `καταδότης, συκοφάντης΄· λόγ. συκοφάν(της) -τρια· λόγ. συκοφάντ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συκοφαντία η [sikofandía] Ο25 : 1.η πράξη του συκοφάντη: H ~ είναι ατιμωτικό αδίκημα. 2. η ψεύτικη κατηγορία που διαδίδει ο συκοφάντης εις βάρος κάποιου: Όλα όσα λέγονται εναντίον μου είναι συκοφαντίες.

[λόγ. < αρχ. συκοφαντία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συκοφαντικός -ή -ό [sikofandikós] Ε1 : που έχει το χαρακτήρα της συκοφαντίας, που γίνεται για να συκοφαντηθεί κάποιος: Tον μήνυσε / καταδικάστηκε για συκοφαντική δυσφήμηση. Έκανε μια συκοφαντική εκστρατεία εναντίον του πολιτικού αντιπάλου του. Tο δημοσίευμα είναι συκοφαντικό. συκοφαντικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. συκοφαντικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συκοφαντώ [sikofandó] -ούμαι Ρ10.9 : διαδίδω κατηγορίες εις βάρος κάποιου, ενώ γνωρίζω ότι δεν είναι αληθινές ή χρησιμοποιώ ψεύτικα στοιχεία για να του προξενήσω ηθική βλάβη: Tον συκοφάντησαν ότι έκανε καταχρήσεις. Συκοφαντήθηκε ως προδότης. Ήταν ένας συκοφαντημένος ήρωας. Εφαρμόζει την αρχή του Γκέμπελς, «Συκοφαντείτε, συκοφαντείτε, όλο και κάτι θα μείνει». || παρουσιάζω κτ. διαστρεβλωμένο για να το καταπολεμήσω: Συκοφαντήθηκε ο χριστιανισμός / το εργατικό κίνημα.

[λόγ. < αρχ. συκοφαντῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες