Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σωματοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σωματοποιώ [somatopió] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω σε κτ. σωματική υπόσταση.

[λόγ. < ελνστ. σωματοποιῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες