Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σφε
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφενδάμι το [sfenδámi] & σφεντάμι το [sfendámi] Ο44 : δέντρο που αναπτύσσεται σε δάση, που έχει φύλλα όμοια με του πλατάνου και που το ξύλο του χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία.

[-ντ-: μσν. σφεντάμι < *σφεντάμνιον (με απλοπ. του συμφ. συμπλ. [mn > m] ) υποκορ. του αρχ. σφένδαμνος ἡ (προφ. [nd] )· -νδ-: λόγ. επίδρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφενδόνη η [sfenδóni] Ο30 : I.εκηβόλο όπλο που το αποτελούσαν δύο δερμάτινοι ιμάντες, με μια θήκη στο κέντρο για την τοποθέτηση του βλήματος που εκσφενδόνιζαν, και μια ξύλινη λαβή. II. (αρχιτ.) το κυρτό τμήμα των κερκίδων του σταδίου.

[λόγ.: I: αρχ. σφενδόνη· ΙΙ: μσν. σημ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφενδονήτης ο [sfenδonítis] Ο10 : στην αρχαιότητα, οπλίτης ελαφρά οπλισμένος με σφενδόνη.

[λόγ. < αρχ. σφενδονήτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφεντόνα η [sfendóna] Ο25 : I1.παιδικό όπλο, κατασκευασμένο από ένα λάστιχο, στερεωμένο συνήθ. σε ένα διχαλωτό ξύλο, με μια δερμάτινη λουρίδα στο κέντρο, όπου τοποθετείται η πέτρα την οποία ρίχνουν μακριά αφού τεντώσουν το λάστιχο: Xτυπάνε πουλιά με τη ~. 2. σφενδόνηI. II. (λαϊκότρ.) η έκταση του αλωνιού.

[αρχ. σφενδόν(η) (προφ. [nd] ) (στη σημ. Ι) μεταπλ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφεντονιά η [sfendoná] Ο24 : χτύπημα με σφεντόνα.

[σφεντόν(α) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφεντονίζω [sfendonízo] Ρ2.1α : χρησιμοποιώ τη σφεντόνα.

[ελνστ. σφενδονίζω (προφ. [nd] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφεντόνισμα το [sfendónizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σφεντονίζω.

[σφεντονισ- (σφεντονίζω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφερδούκλι το [sferδúkli] Ο44 : (λαϊκότρ.) ασφόδελος.

[αρχ. ἀσφόδελος, ίσως παράλλ. τ.*ασφέδελ(ος) -ούκλι (υποκορ. επίθημα του -ούκλ(α) -ι) με ανομ. των υγρών [l-l > r-l] : ασφεδερούκλι ανομ. αποβ. του δεύτερου [e], μετάθ. του [r] και αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-asf > enasf > ena-sf] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφετερίζομαι [sfeterízome] Ρ2.1β : οικειοποιούμαι, κυρίως με βία ή με απάτη, τα δικαιώματα που έχει κάποιος άλλος σε έναν τίτλο εξουσίας, ιδιοκτησίας κτλ.: Οι πραξικοπηματίες σφετερίστηκαν την εξουσία που κατείχε η νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση. ~ την περιουσία κάποιου.

[λόγ. < αρχ. σφετερίζομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφετερισμός ο [sfeterizmós] Ο17 : η ενέργεια του σφετερίζομαι, η οικειοποίηση δικαιώματος: Ο ~ της εξουσίας, κατάληψη της εξουσίας ύστερα από βίαιη συνήθ. απομάκρυνση του προσώπου που την κατείχε νόμιμα.

[λόγ. < αρχ. σφετερισμός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες