Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συσσωματώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συσσωματώνω [sisomatóno] -ομαι Ρ1 : 1.(επιστ.) ενώνω σε συμπαγή μά ζα διαφορετικά ή ομοειδή στοιχεία. 2. (μτφ., παθ., σπάν.) ενώνομαι, συνεργάζομαι με άλλους ανθρώπους για την επιτυχία ενός κοινού σκοπού.

[λόγ. συσ- (δες συν-) σωματ- (σώμα) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. incorporer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες