Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμβόλαιο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμβόλαιο το [simvóleo] Ο40 : 1α.έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων φυσικών ή νομικών προσώπων, που αποτελεί το αποδεικτικό στοιχείο κάθε δικαιοπραξίας: Συνάπτω / κάνω ένα ~. Aθετώ / παραβιά ζω το ~. Δεσμεύομαι με ~. Όροι του συμβολαίου. Aνανέωση συμβολαίου. Οριστικό ~. Ο λόγος του είναι ~, για κπ. που τηρεί πάντοτε τις υποσχέσεις του. (έκφρ.) δεν κάνω ~ με κπ. / για κτ., δε δεσμεύομαι για κτ. ~ τιμής, προφορική συμφωνία που στηρίζεται στην αμοιβαία αξιοπιστία. || Kοινωνικό ~, που καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών μεταξύ τους και με τις κυβερνήσεις τους. ~ με το λαό. β. σύμβαση εργασίας: Kάναμε (συλλογικό) ~ με τον εργοδότη. Ο (τάδε) τραγουδιστής έχει ~ με δισκογραφική εταιρεία. Kαλλιτεχνικό ~, μεταξύ επιχειρηματία και ηθοποιού, συγγραφέα ή άλλου συνεργάτη. Σπάω το ~, λύνω τη σύμβαση μονομερώς. 2. έγγραφο που συντάσσεται συνήθ. από συμβολαιογράφο, ώστε η παραπάνω συμφωνία να είναι έγκυρη: Tο ~ υπογράφεται από το συμβολαιογράφο, τους συμβαλλομένους και τους μάρτυρες. Ήμασταν στα συμβόλαια για την αγορά του σπιτιού, όταν ο ιδιοκτήτης το μετάνιωσε και δεν το πουλούσε, στην περίοδο κατά την οποία είχαν αρχίσει οι διαδικασίες για την υπογραφή του συμβολαίου. 3. εντολή για εκτέλεση, για φόνο ανάμεσα σε αντίπαλες ομάδες της μαφίας: Είχε ~ να τον σκοτώσει.

[λόγ.: 1α: αρχ. συμβόλαιον· 1β, 2: σημδ. γαλλ. contrat· 3: σημδ. αγγλ. contract]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμβολαιογραφείο το [simvoleoγrafío] Ο39 : το γραφείο του συμβολαιογράφου.

[λόγ. συμβολαιογράφ(ος) -είον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμβολαιογραφία η [simvoleoγrafía] Ο25 : α.το επάγγελμα του συμβολαιογράφου. β. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκείται το παραπάνω επάγγελμα.

[λόγ. συμβολαιογράφ(ος) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμβολαιογραφικός -ή -ό [simvoleoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με το συμβολαιογράφο, που γίνεται από αυτόν ή που ανήκει σε αυτόν: Συμβολαιογραφική πράξη. Συμβολαιογραφικό έγγραφο / αρχείο. Συμβολαιογραφικό γραφείο, συμβολαιογραφείο. || (ως ουσ.) τα συμβολαιογραφικά, τα έξοδα για τη σύνταξη συμβολαίου και η αμοιβή του συμβολαιογράφου. συμβολαιογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. συμβολαιογράφ(ος) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμβολαιογράφος ο [simvoleoγráfos] Ο18 θηλ. συμβολαιογράφος [sim voleoγráfos] Ο35 : άμισθος δικαστικός λειτουργός που συντάσσει και επικυρώνει δημόσια έγγραφα, όπως π.χ. συμβόλαια, διαθήκες κτλ., ή εκτελεί δικαστικές πράξεις, όπως π.χ. πλειστηριασμούς.

[λόγ. < ελνστ. συμβολαιογράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες