Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρύχνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στρύχνος ο [stríxnos] Ο18 : ονομασία φυτού από το οποίο παράγεται η στρυχνίνη.

[λόγ. < αρχ. στρύχνος `ένα είδος βατόμουρου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες