Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στέναγμα το [sténaγma] Ο49 : το αναστέναγμα.
[λόγ. < αρχ. στέναγμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στεναγμός ο [stenaγmós] Ο17 : ο αναστεναγμός.
[λόγ. < αρχ. στεναγμός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στενάζω [stenázo] Ρ2.2α : 1. αναστενάζω. 2. υποφέρω, ταλαιπωρούμαι: Επί τετρακόσια χρόνια ο ελληνισμός στέναζε κάτω από τον τουρκικό ζυγό.
[λόγ. < αρχ. στενάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στενοχωρημένος -η -ο [stenoxoriménos] & στενοχωρεμένος -η -ο [stenoxoreménos] & στεναχωρημένος -η -ο [stenaxoriménos] & στεναχωρεμένος -η -ο [stenaxoreménos] Ε3 μππ. του στενοχωρώ, στεναχωρώ : (ιδ. για πρόσ.) που αισθάνεται στενοχώρια· λυπημένος, θλιμμένος: Είναι / φαίνεται κάποιος πολύ ~. Είναι ~, γιατί έχασε τα λεφτά του.
στενοχωρημένα & στενοχωρεμένα & στεναχωρημένα & στεναχωρεμένα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~. [μππ. του στενοχωρώ, στεναχωρώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στενάχωρος -η -ο [stenáxoros] Ε5 : 1. που προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα ή γενικά που δεν είναι ευχάριστος· στενόχωρος2: Στενάχωρο περιβάλλον. Στενάχωρη εργασία / σιωπή / ατμόσφαιρα. 2. (για πρόσ.) που εύκολα στενοχωριέται· στενόχωρος3: ~ άνθρωπος. Mην του πείς τίποτα, γιατί είναι πολύ ~.
στενάχωρα ΕΠIΡΡ: Είμαι κάπου / νιώθω ~. [< στενόχωρος κατά το επίρρ. στενά]