Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταυροπόδι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταυροπόδι [stavropóδi] επίρρ. τροπ. : με τα πόδια ενωμένα χιαστί: Kάθεται / είναι κάποιος ~. Kάθισαν όλοι ~ γύρω από τη φωτιά.

[σταυροπόδ(ης < σταυρο- + πόδ(ι) -ης) `που έχει σταυρωμένα τα πόδια΄ (σύγκρ. διπλοπόδι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες