Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταμνί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταμνί το [stamní] Ο43 : μικρή στάμνα και γενικότερα η στάμνα. σταμνάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. σταμνίν < αρχ. σταμνίον (υποκορ. του στάμνος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες