Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταθερά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταθερά η [staθerá] Ο24 : (επιστ.) μέγεθος μαθηματικών, φυσικών και χημικών παρατηρήσεων το οποίο παραμένει σταθερό.

[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. σταθερός σημδ. γαλλ. stable]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες