Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στέγαστρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στέγαστρο το [stéγastro] Ο42 : συνήθ. ελαφριά κατασκευή, είδος μικρής στέγης, η οποία καλύπτει ελεύθερο χώρο και στηρίζεται συνήθ. σε κολόνες: Tοποθετήθηκαν στέγαστρα στις στάσεις των αστικών λεωφορείων. Στέγαστρα για την προστασία αρχαιολογικών χώρων.

[λόγ. < αρχ. στέγαστρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες