Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στέγαση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στέγαση η [stéγasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στεγάζω. 1. τοποθέτηση στέγης σε ένα χώρο: Yλικά για ~. 2. προσφορά σε κπ.: α. σπιτιού ή άλλου χώρου για κατοικία ή για άλλες δραστηριότητες: Aποφασίστηκε η ~ των σεισμοπλήκτων σε ξενοδοχεία. || απόκτηση, αγορά κατοικίας: Παροχή δανείων σε εργατοϋπαλλήλους για ~. β. (σπάν.) δυνατότη τας να προστατευτεί, να ενταχθεί κάπου, να δράσει.

[λόγ. < ελνστ. στέ γα(σις) -ση (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες