Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκηνογράφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκηνογράφος ο [skinoγráfos] Ο18 θηλ. σκηνογράφος [skinoγráfos] Ο35 : καλλιτέχνης ο οποίος ασχολείται με τη σκηνογραφία.

[λόγ. < ελνστ. σκηνογράφος `ζωγράφος σκηνής 1΄ σημδ. γαλλ. scénographe < scénographie = σκηνογραφία· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες