Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρευστός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρευστός -ή -ό [refstós] Ε1 : 1α.(για ύλη, υλικό σώμα) που δεν έχει σταθε ρό σχήμα και μπορεί να ρέει: Ρευστή ουσία / μάζα. Ρευστό μέταλλο. || (ως ουσ., φυσ.) το ρευστό, κάθε σώμα σε υγρή ή αέρια κατάσταση. β. (μτφ.) που δεν έχει καμιά σταθερότητα, που δεν έχει πάρει οριστική μορφή, που εύκολα μπορεί να μεταβληθεί: H πολιτική κατάσταση παραμένει ακόμα ρευστή. Ρευστά όρια, ευμετάβλητα και ασαφή. 2. Ρευστό χρήμα και ως ουσ. το ρευστό, χρήμα με τη μορφή νομίσματος ή χαρτονομίσματος, σε αντιδιαστολή προς το χρήμα με τη μορφή εγγράφου (επιταγής, ομολόγου κτλ.)· (πρβ. μετρητά): Πλήρωσε σε ρευστό.

[λόγ.: 1: αρχ. ῥευστός· 2: σημδ. γαλλ. liquide]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες